- ολιγοφιλία
- ὀλιγοφιλία, ἡ (Α)το να έχει κάποιος λίγους φίλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό)- (βλ. λ. λιγο-) + -φιλία (< -φιλος < φίλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλιγοφιλία — ὀλιγοφιλίᾱ , ὀλιγοφιλία fewness of friends fem nom/voc/acc dual ὀλιγοφιλίᾱ , ὀλιγοφιλία fewness of friends fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοφιλίαν — ὀλιγοφιλίᾱν , ὀλιγοφιλία fewness of friends fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek